- ἀποκληρόνομος
- ἀπο-κληρόνομος, ον, = sq.,A disinherited, Arr.Epict.3.8.2, BGU326.7(ii A. D.), Just.Nov.2.3 Intr.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποκληρονόμος — ἀποκληρονόμος, ον (Α) όποιος έχει χάσει τα κληρονομικά του δικαιώματα … Dictionary of Greek
ἀποκληρονόμους — ἀποκληρόνομος disinherited masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκληρονόμων — ἀποκληρόνομος disinherited masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek